- λειριίδες
- Βλ. λ. λιλιίδες ή λειριίδες.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λιλιίδες ή λειριίδες — (liliaceae). Οικογένεια μονοκοτυλήδονων ποωδών φυτών. Περιλαμβάνει κυρίως πολυετείς πόες που διαθέτουν υπόγειους βολβούς και ριζώματα, απ’ όπου εκφύονται όρθιοι βλαστοί και σε μερικά γένη αναρριχώμενοι. Σε άλλες περιπτώσεις, οι βλαστοί έχουν… … Dictionary of Greek
ενδυμίων — I Μυθολογικό πρόσωπο. Σύμφωνα με τη μυθολογική παράδοση, ήταν ένας βοσκός με σπάνια ομορφιά, τον οποίο ερωτεύτηκε η Σελήνη. Στην Καρία λατρευόταν σε μία σπηλιά του όρους Λάτμου, όπου, ενώ κοιμόταν έναν αιώνιο ύπνο, κατέβαινε κάθε νύχτα η Σελήνη… … Dictionary of Greek
οξυμυρσίνη — η (Α ὀξυμυρσίνη) βοτ. φυτό που, κατά τη σημερινή επιστημονική ταξινόμηση, ανήκει στην οικογένεια λειριίδες και είναι γνωστό σήμερα με την κοινή ονομασία λαγομηλιά … Dictionary of Greek
πάρις — ο βοτ. γένος αγγειόσπερμων μονοκότυλων φυτών που ανήκει στην τάξη λιλιώδη, οικογένεια λιλιίδες ή λειριίδες και περιλαμβάνει πολυετή ποώδη φυτά με έρπον ρίζωμα που είναι ιθαγενή τής Ευρώπης και τής εύκρατης Ασίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. (herb) paris … Dictionary of Greek
φριτιλ(λ)αρία — η, Ν βοτ. γένος φυτών τής οικογένειας λειριίδες, κν. γαζούλι ή καλογριά. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεολατ. fritillaria < λατ. fritillus «κουτί όπου ανακάτευαν τα ζάρια», λόγω τών στιγμάτων που έχουν τα πέταλα τού φυτού] … Dictionary of Greek